μεταθέσιμος

μεταθέσιμος
amovible

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μεταθέσιμος — η, ο (Μ μεταθέσιμος ον) [μετάθεση] αυτός που μπορεί να μετατεθεί, να μεταβάλει θέση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταθέσιμο η δυνατότητα μετάθεσης, το μεταθετό μσν. το ουδ. ως ουσ. η μετάθεση επισκόπου από μια επισκοπή σε άλλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”